- καταπλασμάτων
- κατάπλασμαplasterneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερικό — (hypericum androsaemum). Πολυετής πόα με λείο βλαστό, αποφυλλωμένο λίγο στη βάση, που έχει 40 80 εκ. ύψος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα και ωοειδή και τα άνθη του κίτρινα μέτρια. Ο καρπός του είναι ρώγα σφαιρική, λεία, γυαλιστερή, μαύρη κατά την… … Dictionary of Greek
ωμήλυσις — ύσεως, ἡ, ΜΑ χοντροκοπανισμένο αλεύρι από ωμό σιτάρι ή κριθάρι, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την παρασκευή καταπλασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ήλυσις, αντί *ὠμ ήλεσις (πρβλ. ὠμ ήλετον) < ἀλέ(F)ω «συντρίβω, αλέθω» (με μηδενισμένο το… … Dictionary of Greek
αγριοκαλογεράκι — Κοινή ονομασία δύο φυτών. 1. Χλωρά η διάτρητος (chlora perfoliata), της οικογένειας των γεντιανιδών. Είναι μονοετής, λεία πόα, με φύλλα ακέραια. Ο βλαστός της είναι όρθιος, διακλαδισμένος στην κορυφή, ύψους 20 80 εκ. Τα άνθη της είναι… … Dictionary of Greek